τοιουτόφωνος

τοιουτόφωνος
-ον, Μ
αυτός που έχει τέτοια φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. αὐτό-φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”